- προδιαστέλλω
- ΜΑμσν.διακρίνω κάτι από κάτι άλλο προηγουμένως («Ἡφαιστίων ταῡτα προδιαστείλας», Τζέτζ.)αρχ.1. ανοίγω προηγουμένως («προδιαστέλλω τὸ στόμιον», Σωρ.)2. εκφέρω γνώμη, εκφράζω την άποψή μου για κάτι προηγουμένως («τούτου χάριν ἀναγκαῑον ἡγησάμην προδιαστείλασθαι», Ιώσ.)3. συμφωνώ εκ τών προτέρων με κάτι («προδιεστειλάμην τῷ πορθμεῑ ἵνα παρὰ τὴν γῆν πλέῃ», Αθήν.)4. μέσ. προβλέπω, προλέγω («προδιαστέλλεσθαι τὸ ἐκβησόμενον», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαστέλλω «διακρίνω, διευρύνω, ορίζω, κηρύσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.